σε ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο που ήδη διαχειρίζεται μια εταιρία, γίνεται περιορισμένος συνεταίρος με αυτήν, κάτι που συνήθως είναι προτιμότερο από το να γίνει άμεσος επενδυτής στην εταιρία.
Κατά αυτόν τον τρόπο ο επενδυτής αυτός θα επωφεληθεί ή θα ζημιωθεί αντίστοιχα από τις επενδύσεις στις οποίες θα προχωρήσει με το συγκεκριμένο κεφάλαιο και όχι ανάλογα με τη γενική επενδυτική στρατηγική της.
Ο χρόνος σύμφωνα με τον οποίο μια εταιρία σε ιδιωτικά κεφάλαια διαφέρει και είναι ανάλογος του συνολικού επιπέδου ενδιαφέροντος από τους επενδυτές, το οποίο με τη σειρά του καθορίζεται από τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, και από τα κεφάλαια που είχε αναπτύξει η εταιρία αυτή στο παρελθόν.
Για παράδειγμα εταιρείες μπορεί να ξοδέψουν ένα με δύο μήνες για να αντλήσουν το επιθυμητό κεφάλαιο είτε δεσμεύοντας ήδη υπάρχοντες επενδυτές (που επένδυσαν σε παλαιότερα κεφάλαια) είτε από την ιδιαίτερη αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών λόγω μιας πολύ καλής παρελθοντικής επίδοσης.
Άλλες εταιρίες μπορεί να χρειαστούν μέχρι και χρόνια για να βρουν το επιθυμητό κεφάλαιο αν το ενδιαφέρον των επενδυτών είναι μικρό. Όταν ένα κεφάλαιο καλύψει το στόχο για τον οποίο συγκεντρώθηκε, κλείνει. Σε αυτό το σημείο νέοι επενδυτές δεν μπορούν να λάβουν μέρος στα συμφέροντα του κεφαλαίου εκτός εάν τα εξαγοράσουν μέσω της δευτερογενούς αγοράς χρεογράφων.